έρπητας

έρπητας
έρπητας, ο και έρπης, ο
1. λοιμώδης πάθηση που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη φυσαλίδων στο δέρμα και τους βλεννογόνους.
2. «έρπητας ζωστήρας», δερματικό εξάνθημα οξείας μορφής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἕρπητας — ἕρπης shingles fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • αίτιο — το (Α αἴτιον) η αιτία, ο βαθύτερος λόγος, σε αντίθεση προς την αφορμή ή το τυχαίο γεγονός νεοελλ. 1. είδος εξανθήματος, έρπητας 2. (ως όρος τού Συντακτικού) ποιητικό αίτιο, τελικό αίτιο, αναγκαστικό αίτιο 3. «αίτια τού εγκλήματος» τα ελατήρια τού …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ποσθιακός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόσθη («ποσθιακός έρπητας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσθη + κατάλ. ιακός (πρβλ. σελην ιακός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”