ἕρπητας — ἕρπης shingles fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
αίτιο — το (Α αἴτιον) η αιτία, ο βαθύτερος λόγος, σε αντίθεση προς την αφορμή ή το τυχαίο γεγονός νεοελλ. 1. είδος εξανθήματος, έρπητας 2. (ως όρος τού Συντακτικού) ποιητικό αίτιο, τελικό αίτιο, αναγκαστικό αίτιο 3. «αίτια τού εγκλήματος» τα ελατήρια τού … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
ποσθιακός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόσθη («ποσθιακός έρπητας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσθη + κατάλ. ιακός (πρβλ. σελην ιακός)] … Dictionary of Greek